ψήσω

ψήσω
ψάω
rub
aor subj act 1st sg
ψάω
rub
fut ind act 1st sg
ψάω
rub
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
ψέω
aor subj act 1st sg
ψέω
fut ind act 1st sg
ψέω
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οβελίζω — (ΑΜ ὀβελίζω) [οβελός] σημειώνω με οβελό, δηλαδή με μικρή οριζόντια γραμμή, με ή χωρίς βέλος ( ή ), έναν στίχο ή ένα χωρίο για δήλωση τής μη γνησιότητας του νεοελλ. περνώ κάτι στον οβελό για να τό ψήσω, σουβλίζω …   Dictionary of Greek

  • υποκαίω — ὑποκαίω ΝΜΑ, και αττ. τ. ὑποκάω Α νεοελλ. μτφ. συντελώ κρυφά στην έξαψη πάθους, υποδαυλίζω, συνδαυλίζω μσν. αρχ. βάζω φωτιά κάτω από κάτι προκειμένου να τό ψήσω ή να τό θερμάνω (α. «ἕψουσι ὑποκαίοντες τὰ ὀστέα τῶν ἱρηίων», Ηρόδ. β. «ὑποκαίειν τὴν …   Dictionary of Greek

  • ψήνω — και ψένω έψησα, ψήθηκα, ψημένος 1. εκθέτω κάτι στην επίδραση της φωτιάς, το ψήνω: Ψήθηκε το γλυκό. 2. βράζω: Θα σου ψήσω ένα καφεδάκι. 3. θερμαίνω κάτι πολύ: Ψήνεται από τον πυρετό. 4. το παθ., ψήνομαι στους καρπούς σημαίνει γίνομαι ώριμος. 5. φρ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”